Η μειοψηφία
Ωστόσο, διαφορετική θέση είχαν τρία μέλη του δικαστηρίου, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η επίδικη ρύθμιση δεν έρχεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος και του ενωσιακού δικαίου. Συγκεκριμένα, εκτίμησαν ότι: “Ο κανονιστικός νομοθέτης, στο πλαίσιο της ευρείας ευχέρειας, που διαθέτει προς θέσπιση των αναγκαίων προσόντων των υποψηφίων λιμενοφυλάκων, για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας του Λιμενικού Σώματος, ενόψει της αποστολής και της φύσεως των αρμοδιοτήτων του ως στρατιωτικά οργανωμένου σώματος, που ασκεί αστυνομική εξουσία στους λιμένες και τα χωρικά ύδατα, δύναται να θεσπίζει ένα ελάχιστο όριο αναστήματος, ως προσόν αναγκαίο και πρόσφορο για την πρόσβαση σ’ αυτό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, άνευ άλλου, να καθορίσει τα ελάχιστα όρια ύψους των υποψηφίων σε απόλυτη αντιστοιχία προς τα εκάστοτε μέσα ύψη των δύο φύλων. Οφείλει, συνεπώς, αφού προβεί, κατ’ ενάσκηση της ανωτέρω ευρείας ευχέρειας, σε ουσιαστική εκτίμηση των εκάστοτε αναγκών των υπηρεσιών του Λιμενικού Σώματος και της κατά το δυνατόν εναρμόνισης αυτών προς τη συνταγματική και ενωσιακή αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, να λάβει υπόψη τη βιολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ως προς το ανάστημα και, σε συνάρτηση προς αυτήν, να καθορίσει το ελάχιστο απαιτούμενο ύψος των γυναικών υποψηφίων σε χαμηλότερο, σε σχέση με το απαιτούμενο για τους άνδρες υποψήφιους, όριο, το οποίο να μην αποκλίνει υπέρμετρα από τον μέσο όρο ύψους του γυναικείου πληθυσμού ώστε, κατά κοινή πείρα, να μην αποκλείεται μεγάλος αριθμός γυναικών υποψηφίων.
Εν προκειμένω, ο κανονιστικός νομοθέτης έλαβε υπόψη του τη βιολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ως προς το ανάστημα και, επιδιώκοντας σύμφωνα με τα ανωτέρω να αποκαταστήσει μια πραγματική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του λιμενοφύλακα, καθόρισε το ελάχιστο απαιτούμενο ύψος των γυναικών υποψηφίων σε χαμηλότερο, κατά πέντε (5) εκατοστά, σε σχέση με το απαιτούμενο για τους άνδρες υποψήφιους, όριο (1,65 μ. έναντι 1,70 μ.), σε ύψος, δηλαδή, το οποίο δεν αποκλίνει υπέρμετρα από τον μέσο όρο ύψους του γυναικείου πληθυσμού (1,63 μ.), σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα επιστημονικές μελέτες, με αποτέλεσμα να μην πιθανολογείται σοβαρά ο αποκλεισμός, για τον λόγο αυτό, πολύ μεγαλύτερου ποσοστού γυναικών από ό,τι ανδρών εν δυνάμει υποψηφίων. Περαιτέρω, το γεγονός ότι σε προκηρύξεις άλλων διαγωνισμών θεσπίσθηκαν όρια αναστήματος για τις γυναίκες υποψήφιες λιμενοφύλακες κατώτερα του 1,65 μ. (1,63 και 1,60 μ.) δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την προσφορότητα του ισχύσαντος κατά τον επίδικο διαγωνισμό ελάχιστου ορίου ύψους για τις γυναίκες υποψήφιες, ούτε παραβιάζεται εκ του λόγου αυτού η αρχή της ισότητας μεταξύ των γυναικών υποψηφίων των ανωτέρω διαγωνισμών, διότι η αρχή της ισότητας δεν κωλύει τον κανονιστικό νομοθέτη, στο πλαίσιο της άσκησης της κατά τα ανωτέρω ευρείας ευχερείας του, να διαφοροποιεί προκειμένου περί διαγωνισμών για την πλήρωση θέσεων σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, μετά από ουσιαστική εκτίμηση των εκάστοτε αναγκών του Λιμενικού Σώματος, τα απαιτούμενα για την κατάταξη στο εν λόγω σώμα προσόντα, μεταξύ των οποίων και το ελάχιστο απαιτούμενο ανάστημα, εφόσον, πάντως, κινείται εντός των πλαισίων που διαγράφονται από το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο και λαμβάνει υπόψη κριτήρια γενικά, αντικειμενικά και ευρισκόμενα σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης, όπως εν προκειμένω.
Εξ άλλου, από τα παρατιθέμενα ανωτέρω στοιχεία σχετικά με τα ορισθέντα ελάχιστα όρια αναστήματος σε άλλους διαγωνισμούς υποψηφίων Λιμενοφυλάκων, οι οποίοι εκτείνονται σε χρονικό διάστημα που εγγίζει την εικοσαετία (1996-2015), προκύπτει ότι τα ελάχιστα όρια αναστήματος παρέμειναν κατά το μεγαλύτερο μέρος του διαστήματος αυτού -και, πάντως, προ του επίδικου διαγωνισμού που διεξήχθη το 2008- χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις [1,70 μ. για τους άνδρες (πλην του έτους 2003 που ορίσθηκε σε 1,65 μ. και μειώθηκε, αντίστοιχα, για τις γυναίκες σε 1,60 μ.) και 1,63 μ. ή 1,65 μ. για τις γυναίκες]. Συνεπώς, κατά τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, η σχετική κανονιστική νομοθεσία δεν στερείται διαχρονικά «παντελώς συνοχής και συστηματικότητας σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος», ώστε να υπερβαίνει το κατά τα ανωτέρω «όριο σοβαρότητας» της νομολογίας Δ.Ε.Ε. και να τίθεται υπό εύλογη αμφισβήτηση, από την άποψη αυτή, η προσφορότητα της επίμαχης ρύθμισης περί ελαχίστου απαιτουμένου αναστήματος 1,65 μ. για την εισαγωγή των γυναικών στο Λιμενικό Σώμα, αλλά η διαφοροποίηση του ορίου αναστήματος δικαιολογείται, προφανώς, από τις διαχρονικές ανάγκες του Σώματος, ενόψει δηλαδή των εκάστοτε εκτελουμένων καθηκόντων και των εν γένει απαιτήσεων των διαφόρων υπηρεσιών του (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και ορισμένες ιδιαίτερα απαιτητικές αποστολές, όπως νυχτερινές περιπολίες με χερσαία και πλωτά μέσα, επιχειρήσεις διάσωσης κινδυνευόντων ατόμων στη θάλασσα, ένοπλες συγκρούσεις σε παραμεθόριες περιοχές). Τέλος, το γεγονός ότι η εφαρμογή του συγκεκριμένου ελαχίστου ορίου αναστήματος δεν έθεσε σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τις γυναίκες έναντι των ανδρών υποψηφίων, όπως απαιτείται κατά το ενωσιακό δίκαιο για τη στοιχειοθέτηση διάκρισης λόγω φύλου, συνάγεται ευθέως από το ότι στην πράξη, όπως προκύπτει από τον αριθμό των συμμετεχόντων και επιτυχόντων ανδρών και γυναικών, δεν απέληξε σε υποεκροσώπηση των τελευταίων∙ καθόσον, όπως αναφέρεται στο 2421.4/72192/2018/2.10.2018 έγγραφο απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο, οι γυναίκες υποψήφιες, οι οποίες διέθεταν το απαιτούμενο ύψος (1,65 μ.) ήταν 3.223 και οι άνδρες (1,70 μ.) 4.048, τελικώς δε οι επιτυχούσες γυναίκες ήταν περισσότερες από τους άνδρες (316 γυναίκες έναντι 292 ανδρών). Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του οριακού από το Δικαστήριο ελέγχου της αντισυνταγματικότητας, η Διοίκηση, ορίζοντας ως ελάχιστο όριο αναστήματος 1,65 μ. για τις γυναίκες υποψήφιες του επίδικου διαγωνισμό δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο και τα τιθέμενα με τις προαναφερθείσες υπερνομοθετικές διατάξεις και αρχές όρια, και η υπό κρίση έφεση θα έπρεπε, κατά τη γνώμη αυτή, να απορριφθεί”.